- ὀγκώμενος
- ὀγκάομαιbraypres part mp masc nom sgὀγκόωraise uppres part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ογκώνομαι — ογκώνομαι, ογκώθηκα, ογκωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: ογκώνομαι : κυρίως ως σύνθετο (διογκώνομαι, εξογκώνομαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ογκώνω — όγκωσα, ογκώθηκα, ογκωμένος, αυξάνω τον όγκο πράγματος, κάνω κάτι να μεγαλώσει σε έκταση ή ένταση: Ογκώθηκε το κύμα απεργιών στη χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)